- αντικλείδι
- τοκλειδί για δόλια χρήση: Ο κλέφτης άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος με αντικλείδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντικλείδι — το (Α ἀντίκλεις, είδος, η) πανομοιότυπο κλειδιού για δόλια χρήση νεοελλ. 1. κλειδί με το οποίο ανοίγονται παρεμφερείς κλειδαριές 2. πλάγιο, δόλιο μέσο για να πετύχει κανείς κάτι … Dictionary of Greek
αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… … Dictionary of Greek
κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η … Dictionary of Greek
παρακλείδιος — ον, Α 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρακλείδιον κλειδαριά, κλειδωνιά, κλείθρο («κιβωτὸς κειμένου παρακλειδίου», πάπ.) 2. φρ. «παρακλείδιος κλείς» αντικλείδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κλείς, ειδός «κλειδί» + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek
ψευδοκλείδιον — τὸ, Α ψεύτικο κλειδί, αντικλείδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + κλειδίον] … Dictionary of Greek
πασπαρτού — πασπαρτού, το (λ. γαλλ., άκλ.), αντικλείδι για όλες τις κλειδαριές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)